ομοσπλαγχνος

ομοσπλαγχνος
    ὁμόσπλαγχνος
    ὁμό-σπλαγχνος
    2
    вышедший из того же чрева, единоутробный Aesch., Soph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ομοσπλαγχνος" в других словарях:

  • ομόσπλαγχνος — ὁμόσπλαγχνος, ον (Α) αυτός που γεννήθηκε από τα ίδια σπλάγχνα με κάποιον άλλο, ομογάστριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος)] …   Dictionary of Greek

  • ὁμόσπλαγχνον — ὁμόσπλαγχνος masc/fem acc sg ὁμόσπλαγχνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσπλάγχνοις — ὁμόσπλαγχνος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσπλάγχνους — ὁμόσπλαγχνος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοσπλάγχνων — ὁμόσπλαγχνος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμόσπλαγχνοι — ὁμόσπλαγχνος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»